οἰστικῶς

οἰστικῶς
οἰστικός
productive
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οιστικός — οἰστικός, ή, όν (Α) [οιστός] 1. αυτος που παράγει κάτι, παραγωγικός («οἰστικὸς καρπών», Φίλ.) 2. αυτός που είναι ικανός να υποφέρει, να υπομένει κάτι, ανεκτικός («πόνων οἰστικὴν ἐργασίαν», Κορνούτ.). επίρρ... οἰστικῶς (Α) 1. με οιστικό τρόπο 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”